ὑαλοειδής

ὑαλοειδής
ὑᾰλο-ειδής, ές,
A like glass, glassy, transparent, ὑγρόν vitreous humour, Gal.UP14.6, cf. Id.19.358;

ἥλιος Philol.

ap. Placit.2.20.12 (also [pref] ὑελ- ib. 2.25.11); ὁ ὑ. χιτὼν ὀφθαλμοῦ the crystalline lens of the eye, Medici ap.Poll.2.71.
2 ἡ ὑ. λίθος a precious stone, perh. topaz, Thphr.Lap.30;

ὑαλοειδέες . . τόπαζοι Orph.L.280

. [v. ὕαλος fin.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑαλοειδής — like glass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υαλοειδής — ές / ὑαλοειδής, ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με ύαλο, ο στιλπνός και διαφανής νεοελλ. 1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών 2. φρ. α) «υαλοειδές σώμα» ανατ. διαφανής πηκτοειδής σφαιρικός σχηματισμός τού ματιού μεταξύ τού… …   Dictionary of Greek

  • υαλοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που μοιάζει με γυαλί, ο διαφανής σαν το γυαλί. 2. το ουδ. ως ουσ., υαλοειδές διαφανές και σφαιροειδές σώμα πίσω από το φακό του ματιού, που κατέχει τα δύο τρίτα της κοιλότητας του βολβού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑαλοειδῆ — ὑαλοειδής like glass neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑαλοειδής like glass masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑαλοειδής like glass masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλοειδεῖ — ὑαλοειδής like glass masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑαλοειδής like glass masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλοειδές — ὑαλοειδής like glass masc/fem voc sg ὑαλοειδής like glass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλοειδοῦς — ὑαλοειδής like glass masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλοειδέες — ὑαλοειδής like glass masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • υαλίνωση — η, Ν ιατρ. υαλοειδής εκφύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyalinosis (< υάλινος)] …   Dictionary of Greek

  • υαλινοποίηση — η, Ν ιατρ. υαλίνωση, υαλοειδής εκφύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. hyalinization < hyaline (< υάλινος) + κατάλ. ization, η οποία αποδόθηκε στην Ελληνική με το ποίηση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”